- δρηστεύω
- δρηστεύω, δρηστήρ etc.See also: s. δράω.Page in Frisk: 1,417
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
υποδρηστεύω — Ν ὑποδρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστεύω (< δρήστης / δρᾱ στᾱς / δράστης)] … Dictionary of Greek